- πολυάνθραξ
- -ακος, ὁ, ἡ, Ααυτός που έχει πολλούς άνθρακες, πολλά κάρβουνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἄνθραξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυάνθρακες — πολυάνθραξ rich in coal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)